Friday, November 03, 2006

Χαιρετισμός Σάββα Αγουρίδη

Χαιρετισμός του Καθηγητή Θεολογίας Σάββα Αγουρίδη

Αγαπητοί συνάδελφοι, κυρίες και κύριοι,

Τον κύριο Βασιλάκη εγνώρισα προ του θέρους όταν με επισκέφθηκε σπίτι μου και μου έδωσε το βιβλίο του «Η Μάστιγα του Θεού», όπου ασκείται, με βάση κείμενα του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου, δριμύτατη κριτική για τις καταγεγραμμένες εκεί αντιλήψεις του. Και βέβαια περιμέναμε σύντομα την απάντηση του κ. Χριστοδούλου: την υιοθέτηση και δικαιολόγηση των εξτρεμιστικών του διακηρύξεων, ή τουλάχιστον τον χαρακτηρισμό τους ως «υφολογικών σκληροτήτων». Δυστυχώς, απ’ όσο ξέρω, από την Αρχιεπισκοπή μέχρι σήμερα καμιά αντίδραση δεν εκδηλώθηκε και, καθώς φαίνεται, τις οίδε για ποιους λόγους, προτιμήθηκε η σιγή. Αλλά οι απευθυνόμενες προς τον Μακαριώτατο αιτιάσεις είναι πολύ σοβαρές· δεν είναι από εκείνες που μπορεί κανείς να ξεπεράσει σιωπώντας. Αν δεν απαντήσει κανείς σε τόσο βαριές κατηγορίες, σε ποιες απαντάει; Η σιωπή από πλευράς Εκκλησίας μπορεί να οδηγήσει σε δυσάρεστες διενέξεις, ενώ άλλοι μπορούν να τη θεωρήσουν αποδοχή κάποιας ενοχής.

Ο κ. Βασιλάκης με επισκέφθηκε χθες και μου εζήτησε να διατυπώσω κάποιο «μήνυμα» για την εκδήλωση που θα λάβει χώρα στη Θεσσαλονίκη, και το κάνω ευχαρίστως: Σε περιστάσεις κρίσιμες όπως οι σημερινές, η σιωπή του Μακαριωτάτου στις αιτιάσεις του κ. Βασιλάκη δεν εξυπηρετεί την Εκκλησία, ενώ σε πολλούς συμπατριώτες μας δημιουργεί σύγχυση. Αναμένεται λοιπόν από πλευράς Εκκλησίας η δημοσίευση κάποιας απάντησης από μέρους του Μακαριωτάτου. Από μικρές σπίθες ξεκινάνε ενίοτε μεγάλες φωτιές.

Ομιλία Αντώνη Μανιτάκη

Αποσπάσματα της ομιλίας του καθηγητή Αντώνη Μανιτάκη

Το βιβλίο του Μανώλη Βασιλάκη «H Μάστιγα του Θεού» έχει τρία βασικά χαρίσματα:
Είναι αποκαλυπτικό, πλήρως και πειστικά τεκμηριωμένο, συναρπαστικό και ιδιαίτερα διαφωτιστικό.
Αποκαλυπτικό του βίου και των ημερών του ηγέτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος κ. Χριστόδουλου. Παρέχει μία εντυπωσιακή σε έκταση και τεκμηρίωση εικόνα της προσωπικότητάς του κυρίως μέσα από τα έργα και τους λόγους του. Αποκαλυπτικό του δημόσιου βίου του και όχι βέβαια του ιδιωτικού, της πολιτικής του ιδεολογίας και των πολιτικών του φιλοδοξιών. Αποκαλυπτικό του πάθους που τον διακατέχει για την άσκηση εκκλησιαστικής εξουσίας, της αρχομανίας του, της δημόσιας προβολής του, της επιδειξιομανίας του και της φιλάρεσκης ιδεολογίας του. Αποκαλυπτική για τα βαθύτερα κίνητρα των λόγων και ενεργειών του. Με προκάλυμμα και πρόφαση την Ορθοδοξία και την Εκκλησία του Χριστού και με προπέτασμα τον λόγο του Θεού, ο Χριστόδουλος πολιτικολογεί, ασχολείται μόνον με την εγκόσμια, με του Λαό του Θεού, με το έθνος, το κράτος και την ελληνορθόδοξη ιδεολογία και καθόλου με τα πνευματικά ζητήματα ή με εκείνα ψυχής του πιστού. Κίνητρά του είναι η επιδίωξη της εγκόσμιας δύναμης και της εφήμερης δόξας. Για την ελληνοορθόδοξη ιδεολογία του Χριστόδουλου ο λαός του Θεού ταυτίζεται με τον ελληνικό λαό και ο ελληνικός λαός υπάγεται και υποτάσσεται το Γένος των Ελλήνων και το γένος των Ελλήνων ταυτίζεται με το ελληνικό έθνος και όλα αυτά μαζί υπάρχουν επειδή υπάρχει το κράτος και η Εκκλησία, η οποία ναι μεν ιδρύθηκε από τον Χριστό, υπάρχει όμως τώρα μαζί με το ελληνικό κράτος και χάρις σε αυτό.
Η εξαντλητική παράθεση αποσπασμάτων από τους λόγους του Αρχιεπισκόπου και ο συνεκτικός και αποδεικτικός τρόπος έκθεσης και ο σχολιασμός τους κάνουν επί πλέον το βιβλίο, συναρπαστικό. Διαβάζεται ευχάριστα και εύκολα, διότι τα παραθέματά του έχουν λογική και ιστορική αλληλουχία, υπακούουν σε κάποια λογική, σε αυτή που θέλει να ξεσκεπάσει και να αποδείξει ότι ο λόγος του Χριστόδουλου, είναι τελικά φτηνός, κοινός, ένας ξεπερασμένος εθνικιστικός, λαϊκίστικος και μισαλόδοξος λόγος, εκτός εποχής. Δεν τον φοβάμαι αυτόν τον λόγο, γιατί δεν έχει μέλλον, φθίνει σε απήχηση, δεν συνεγείρει, απλώς φανατίζει ορισμένους και συντηρεί απεγνωσμένα αυτό που ενυπάρχει στην συνείδηση και στις πεποιθήσεις της πλειονότητας των Ελλήνων.
Τέλος, το βιβλίο είναι και διαφωτιστικό διότι μας διαφωτίζει με τρόπο συστηματικό και τεκμηριωμένο για την ιδεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, γενικά για την κρατικιστική της εξάρτηση και την εξουσιαστική της δομή και την πάγια της ιδεολογία. Διότι, ο λόγος του Χριστόδουλου δεν είναι ένα συγκυριακός, περιστασιακός, προσωπικός λόγος. Αυτός ήταν ανέκαθεν, ιδίως μετά τον Εμφύλιο και επί Χούντας, ο επίσημος, ο μοναδικός λόγος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο λόγος του δικού μας, του Άνθιμου δεν είναι διαφορετικός ούτε του Καλλίνικου. Ένας λόγος, βαθύτατα κρατικιστικός, εθνικός, εγκόσμιος, ένα λόγος που εκφέρεται πάντα στον όνομα του ελληνικού κράτους και του ελληνικού έθνους, αδιαχώριστος από το Γένος των Ελλήνων. Ο λόγος της Εκκλησίας ολόκληρης από τότε που ιδρύθηκε είναι βαθύτατα εθνικός, όπως είναι όλων των ορθόδοξων εκκλησιών των χωρών των Βαλκανίων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος ιδρύθηκε από το Ελληνικό κράτος, ως απόδειξη της εθνικής του ανεξαρτησίας. Το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο διοικητικός αποχωρισμός της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αυτό αποδεικνύει, την αντιστοίχιση του εθνικού κράτους με μια εθνική εκκλησία. Έκτοτε η Εκκλησία της Ελλάδος υπάρχει από το κράτος, ως εθνική και κρατική εκκλησία, εξάρτημα του κράτους και θεσμός κρατικός και άρα συνδεδεμένη και με την πολιτική εξουσία. Υποταγμένη ήταν πάντα στην Πολιτική εξουσία, την οποία άλλοτε κολάκευε και άλλοτε εκβίαζε. Αυτή ήταν και είναι τη ταυτότητά της και αυτός ο λόγος ύπαρξής της.
Τώρα αυτό ο ομφάλιος λώρος κράτους-έθνους- Εκκλησίας, την εποχή της επιβολής των πλουραλιστικών κοινωνιών, της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της καλούμενης παγκοσμιοποίησης τείνει να διαρρηχτεί, ο σχετικός εκκλησιαστικός λόγος πνέει τα λοίσθια ή αγωνίζεται να αναπροσαρμοστεί. Η σημερινή δόξα της εθνικής εκκλησιαστικής ιδεολογίας είναι εφήμερη και πρόσκαιρη. Ηττήθηκε στη μάχη που έδωσε για τις ταυτότητες, δεν δικαιώθηκε στο θέμα του ονόματος της Μακεδονίας, έχει χάσει οριστικά την ιερότητά του και δεν αγγίζει κατά βάθος τις ψυχές των πιστών. Διότι είναι ένας λόγος, επιφανειακός και αγοραίος, χωρίς ίχνος θεολογικής ακτινοβολίας. Δεν γεμίζουν οι ψυχές των ορθόδοξων πιστών, των άνεργων και ανερμάτιστων ανθρώπων με λάβαρα και σημαίες, και κυρίως δεν συντείνεις στην δημιουργία ειρηνικής συμβίωσης με τους μετανάστες με κορώνες φανατισμού και μισαλλοδοξίας. Δεν τα αντέχει μακροπρόθεσμα ούτε το ίδιο το σύστημα. Από την ανάγνωση του βιβλίου του Βασιλάκη άντλησα, τελικά, –όσο και αν φαίνεται παράδοξο– κουράγιο και αισιοδοξία για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είναι απλώς μια ηρωική φωνή αντίστασης ή μια καταγγελία, είναι και μια αποκάλυψη και μια απομυθοποίηση ενός θεσμού που απεγνωσμένα κραυγάζει, νοιώθοντας ότι απειλείται η υπόστασή του, η ταυτότητά του.

Ομιλία Γιάννη Μπουτάρη

Αποσπάσματα της ομιλίας Γιάννη Μπουτάρη
στην παρουσίαση της «Μάστιγας του Θεού»


Πριν από έξι χρόνια, σε τούτη την πόλη έγινε η πρώτη «λαοσύναξη» για το ουσιαστικά λησμονημένο πια από την Ιεραρχία θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Αυτή η επίδειξη πολιτικής δύναμης της Εκκλησίας τέλειωσε με το πολιτικό σύνθημα: «Από τη Θεσσαλονίκη αρχίζει η νίκη». Νίκη εναντίον του σύγχρονου κοσμικού κράτους.
Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο του Μανώλη Βασιλάκη «Η Μάστιγα του Θεού» προκειμένου να το παρουσιάσω, ένιωσα την παρόρμηση να σταθώ ιδιαίτερα στο κεφάλαιο που περιγράφει τη λαοσύναξη στην πόλη μας, ώστε να φρεσκάρω τη μνήμη μου με τα όσα τρομερά ακούσαμε εκείνη την ημέρα. Tον λεκτικό ανασκολοπισμό των «γραικύλων» και την εμβληματική φράση του λαϊκισμού: «Ας λέει ο νόμος… Η φωνή του λαού έχει προτεραιότητα», «Εμείς εκπροσωπούμε τον λαό»! Κι ήταν τότε μόλις δυόμισι μήνες που είχε επανεκλεγεί η κυβέρνηση του… «δικτάτορα» Σημίτη.
Αλλά για τον φανατισμό του πλήθους χρειαζόταν η προβολή και άλλων επιβουλών.
– Εξωτερικοί κίνδυνοι: «Κινδυνεύουμε από τη Δύση»!
– Εσωτερικοί κίνδυνοι: «Θέλετε και άλλα μέτρα που ασφαλώς θα ακολουθήσουν; Να μερικά: Θα αφαιρεθούν οι εικόνες του Χριστού από τις αίθουσες των σχολείων και των δικαστηρίων και των νοσοκομείων, και των στρατώνων. Θα αφαιρεθεί από τους κοντούς των σημαιών ο Σταυρός. Ίσως να χρειασθεί να αλλάξει και η σημαία μας, επειδή έχει το Σταυρό. Βλέπουν το σταυρό και παθαίνουν κρίση, δαιμονίζονται. Ή και ο εθνικός μας ύμνος επειδή μιλάει για το Σταυρό…».
Τέσσερα χρόνια μετά, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών όλες αυτές τις κινδυνολογίες τις ξέχασε και δεν έθεσε ξανά το «μείζον εθνικό θέμα» των ταυτοτήτων. Απ’ αυτή την πόλη λοιπόν αναστάτωσε την Ελλάδα, την έκανε μπάχαλο επί δύο χρόνια για τις ταυτότητες και τις αντάλλαξε με τα ευρω-αργύρια από τα Γ΄ και Δ΄ Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης. Ζάλισε, φανάτισε, δίχασε, αποβλάκωσε και… ξέχασε, όπως συνέβη και με τα παλιότερα εθνικιστικά συλλαλητήρια πάλι στην πόλη μας, όπου πρωτοστατούσε η Εκκλησία. Δεν περιμένω να πάρουν πίσω την υπογραφή τους τα τρία εκατομμύρια πολίτες που υπέγραψαν σ’ εκείνο το αντισυνταγματικό «δημοψήφισμα» για ένα πουκάμισο αδειανό. Θα ζητήσουν όμως να τους δοθεί ποτέ καμιά εξήγηση; Αισθάνομαι θυμό για την καπηλεία του θρησκευτικού αισθήματος.
Ο κύριος Νομάρχης, ο κύριος Δήμαρχος, οι αρχές της Θεσσαλονίκης, δεν διεκδικούν όμως με τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο χρήματα για την επίλυση προβλημάτων και την ανάπτυξη της πόλης. Αλλά για την ανικανότητά τους λένε πως φταίει το «κράτος της Αθήνας». Και βέβαια διεκδικούν πάντα τις «ευλογημένες» ψήφους, πολλές φορές με εθνοκαπηλικά σόου, σαν αυτό που καταγράφει ο Βασιλάκης στο βιβλίο του: Όταν ο Ψωμιάδης αναρτά μέσα στην αίθουσα της Bουλής την ελληνική σημαία τον Απρίλιο του 1999 κερδίζοντας τα συγχαρητήρια του Αρχιεπισκόπου.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό της αρχιεπισκοπικής πολιτικής είναι, κατά τη γνώμη μου, η οποία ενισχύεται από την τεκμηρίωση που κάνει ο Βασιλάκης, η απληστία για περισσότερη πολιτική και οικονομική εξουσία και η αδιαφορία για την όποια πνευματική παρουσία: Δεν θυμούμαι άλλον αρχιεπίσκοπο που να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για το χρήμα, τη χλιδή και την προβολή από τα ΜΜΕ. Και σ’ αυτό είναι αποδεδειγμένα πιο απαιτητικός και πιο αποτελεσματικός και από τον κύριο Δήμαρχο και τον κύριο Νομάρχη. Διεκδικεί τα πάντα. Κι όταν ικανοποιηθούν τα μεγάλα αιτήματά του, ζητά και τα ρέστα. Αν μπορούσε να μετατρέψει η Μονή Πετράκη σε Βατικανό, θα το έκανε ευχαρίστως. Ακόμα και η σύγκρουση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη ήταν σύγκρουση χωρίς το παραμικρό θεολογικό επιχείρημα, μια σύγκρουση για εξουσία και τα ταμεία των μητροπόλεων.
Μια άλλη πτυχή που αναδεικνύεται με όσα στοιχεία παραθέτει ο Βασιλάκης, είναι αυτό που σατιρίζει ως «σχέδιο χαμαιλέων». Για να πετύχει τους εξουσιαστικούς και οικονομικούς στόχους, φοράει όποιο ένδυμα του ταιριάζει: φιλοευρωπαίος-αντιευρωπαίος, εχθρός του Ισλάμ-«αδελφός» των μουσουλμάνων, τουρκοφάγος-νηφάλιος κ.λπ., αρκεί εκείνη τη στιγμή να έχει ακροατήριο με ετούτη ή εκείνη την εμφάνιση. Προκειμένου να πετύχει αυτούς τους στόχους, προβάλλει συνήθως με ιδιαίτερη οξύτητα ισχυρισμούς που είναι προφανές ότι δεν ισχύουν, χωρίς να τον απασχολεί αν ορθοτομεί την αλήθεια. Ας το πούμε πολύ κομψά: ο Μακαριώτατος έχει μια παθολογικά κακή σχέση με την αλήθεια.
Έχει επίσης μια παθολογική εχθροπάθεια με αυτό που ονομάζει «χάρυβδη του πολυπολιτισμού». Στις περισσότερες ομιλίες του δαιμονοποιεί και καταράται την πολυπολιτισμικότητα. Ισχυρίζεται πως στην Ελλάδα «έχουν έρθει μετανάστες» και «κινδυνεύουμε να γίνουμε πρόσφυγες στην ίδια μας την πατρίδα»… Και στον «οδοστρωτήρα» ή «χοάνη» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τη χαρακτηρίζει, υπάρχει τάχα μια «προσπάθεια συντονισμένη και μεθοδευμένη» να «πολτοποιηθούμε» και να «ομογενοποιηθούμε». Οι «ξένοι θέλουν να μας κάνουν κιμά». Βλέπει παντού συνωμοσίες (της «φράγκικης Δύσης», των «βάρβαρων Τούρκων», των Εβραίων, του «διεθνούς σιωνισμού»…) σε βάρος του «περιούσιου λαού» με τον «ανώτερο πολιτισμό». Το να κάνει κανείς τέτοια κηρύγματα, ειδικά στη «νύμφη του Θερμαϊκού», είναι σαν να κλείνει τα μάτια για να μη βλέπει την πραγματικότητα.
Το τελευταίο σημείο που θα ήθελα να σχολιάσω είναι το ιδεολόγημα το οποίο, συμπυκνωμένο σε σύνθημα, εκτοξεύθηκε για πρώτη φορά από την εξέδρα της Θεσσαλονίκης: «Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία». Οραματίζεται δηλαδή μια «Ελλάδα Ελλήνων Ορθοδόξων» στη θέση της χουντικής «Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών» που κατέρρευσε. Από την άνοδο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών στον θρόνο καταβάλλεται μια τεράστια προπαγανδιστική προσπάθεια να επιβληθεί αυτή η αντίληψη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ένα κράτος που θρησκεύεται, μια θρησκευόμενη πολιτεία. Στην ερώτηση τι κράτος είναι η Ελλάδα, η απάντηση σύμφωνα με την ιεραρχία πρέπει να είναι: «Ορθόδοξο!». Για σκεφθείτε, τι κράτη είναι η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, οι ΗΠΑ; Δεν διανοείται κανείς να τα προσδιορίσει με βάση το θρήσκευμα της πλειονότητας. Και δεν έχασαν ούτε την «ιδιοπροσωπία» τους ούτε την «ταυτότητά» τους ούτε πρόκειται να καταστραφούν επειδή δεν θρησκεύονται – αντιθέτως, προοδεύουν.
Η κατηγορία του Οικουμενικού Πατριάρχη εναντίον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών: «εισπηδών, νοσφιζόμενος, κλέπτων», λόγω των διεκδικήσεών του στη Βόρεια Ελλάδα, θα μπορούσε να διατυπωθεί και για τις «εισπηδήσεις» και αξιώσεις του στα θέματα της πολιτείας. Στη χώρα μας έχουμε την ιδιαιτερότητα η Ορθόδοξη Εκκλησία να είναι κρατικός θεσμός. Ο Αρχιεπίσκοπος δεν συμπεριφέρεται σαν ιεράρχης, αλλά σαν πολιτικός. Γιατί δεν κάνει πολιτικό κόμμα;
Τελειώνοντας, θέλω να παρατηρήσω πως το βιβλίο αυτό είναι πυκνό και πλούσιο. Αποτελεί μια δύσκολη σύνθεση η οποία παρουσιάζει και αναλύει τις ακραίες μορφές έκφρασης του Νεοελληνικού Αντιδιαφωτισμού με ακρίβεια ακαδημαϊκή. Αλλά ταυτόχρονα, εκτός από την καταγραφή και τις εξαιρετικές αναλύσεις, έγινε αμέσως ανάρπαστο γιατί το καθιστούν δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα οι παρεμβολές σατιρικών περιγραφών με έναν καβγατζή ήρωα που τα κάνει όλα μόνος του. Κάποιο άλλο βιβλίο 666 σελίδων θα ήταν κουραστικό. Ετούτο διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται ευχάριστα, τμηματικά ή ολόκληρο, και πιστεύω πως θα αποτελεί σημείο αναφοράς και στη μετά Χριστόδουλο εποχή.
O κ. Στέφανος Μάνος, παρουσιάζοντας τη «Μάστιγα του Θεού» στην Αθήνα, σε εκδήλωση που έγινε συμβολικά στις 6.6.06, έκανε έκκληση στους αναγνώστες να κάνουν δώρο ένα αντίτυπο στον παπά της ενορίας τους. Εγώ νομίζω ότι ίσως πιο χρήσιμο θα ήταν να χαρίζουν ένα αντίτυπο στους πολιτικούς που ψηφίζουν.

Ομιλία Ιωάννη Πέτρου

Ομιλία του καθηγητή Θεολογικής Θεσσαλονίκης Ιωάννη Πέτρου

Προκλητικός ο τίτλος του βιβλίου του κ. Βασιλάκη, αλλά και η δουλειά καταπληκτική. Έχουν συγκεντρωθεί και εκδοθεί πάρα πολλά κείμενα του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, λόγοι, τοποθετήσεις, συνεντεύξεις. Τα κείμενα αυτά είναι συστηματικά καταταγμένα και κατάλληλα σχολιασμένα. Δεν θα μπορούσε κανείς να έχει με άλλο τρόπο όλο το υλικό αυτό.
Μέσα από τα κείμενα που εκδίδονται εμφανίζεται ανάγλυφα ο αντιφατικός λόγος του κ. Χριστόδουλου, ο οποίος αντιμετωπίζει με υποτιμητικό τρόπο όσους έχουν διαφορετική γνώμη επί διαφόρων θεμάτων ή κριτικάρουν τις απόψεις του. Ιδίως τελευταία θέλει να εμφανίζεται παντού. Δεν αφήνει συνέδριο για συνέδριο που να μην παραστεί ή να μη φροντίσει να διαβαστεί έστω ένας χαιρετισμός του. Ακόμη και σε απίθανες περιπτώσεις εμφανίζεται, όπως πρόσφατα σε συνέδριο γάλλων Συμβολαιογράφων, στους οποίους έκανε υποδείξεις για την οικογένεια. Συνήθως φροντίζει μέσω δικών του μεσολαβητών να προσκληθεί σε Συνέδρια και εκδηλώσεις, αλλά και σε πανηγύρεις. Μιλώντας πάντοτε μέσω χαιρετισμών, δεν αφήνει περιθώριο να υπάρξουν κριτικές τοποθετήσεις. Το ύφος του είναι πάντοτε διδακτικό, γιατί θεωρεί ότι οι άλλοι δεν γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν και ο μόνος που μπορεί να τους υποδείξει είναι αυτός. Σε τέτοιο βαθμό φθάνει η ακρότητά του, ώστε σχετικά πρόσφατα και την ανθρώπινη λογική χαρακτήρισε ως μια μορφή ειδωλολατρίας. Η τοποθέτησή του αυτή δείχνει ότι θέλει οι άνθρωποι να μη σκέπτονται, να ενεργούν χωρίς ελευθερία και κρίση, και να ακολουθούν ασυζητητί τις υποδείξεις του ως άβουλα όργανα, πράγμα όμως που με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί ο σύγχρονος άνθρωπος.
Ακόμη, ο λόγος του είναι ένα κράμα εθνικισμού, λαϊκισμού και μιντιακής επίδειξης. Το χαρακτηριστικό του λαϊκισμού του είναι η χρήση εννοιών και εκφράσεων προκλητικών και απρόβλεπτων που προκαλούν την προσοχή των Μ.Μ.Ε., τα οποία ψάχνουν για θέμα και θέαμα.
Είναι ένα πρόσωπο με έντονες τάσεις επιβολής, που θέλει να κυριαρχεί χρησιμοποιώντας τη θέση του. Είναι χαρακτηριστικά όσα είπε σε συνέντευξη λίγο καιρό μετά την εκλογή του. Ό,τι βάζει στο μυαλό του πρέπει να πραγματοποιηθεί ανεξάρτητα από τις συνέπειες που μπορεί να έχει. Χρησιμοποιεί συνήθως τα Μ.Μ.Ε. για την οικοδόμηση της προσωπικότητάς του, γιατί θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό βελτιώνει την εικόνα της Εκκλησίας, δηλώνοντας έτσι έμμεσα, ότι αυτός είναι η Εκκλησία.
Φοβόμουν και φοβέριζα, λέγει μια λαϊκή παροιμία, που αποδίδει την τακτική που ακολουθεί. Προκαλεί το φόβο στο εσωτερικό της Ιεραρχίας, παρουσιάζοντας διάφορους επικείμενους κινδύνους με στόχο την κυριαρχία σε αυτήν. Στην πραγματικότητα όμως ενδιαφέρεται να επιβάλει τη θρησκευτική ηγεσία στην κοινωνία, και έτσι να παίζει κυρίαρχο ρόλο μέσα σε αυτήν. Η συμπεριφορά του αποδίδει το μοντέλο του άκρως συντηρητικού που θεωρεί ότι κατέχει την αλήθεια, την οποία θέλει να επιβάλει σε όλους. Η τακτική, εξάλλου, επίδειξης δύναμης στο θέμα των ταυτοτήτων είχε ως σκοπό να τη χρησιμοποιεί ως φόβητρο για να επιτύχει τους σκοπούς που θέτει. Ποτέ δεν αισθάνεται ικανοποιημένος με όσα παίρνει μέσω των διεκδικήσεών του. Παντού βλέπει εχθρούς και διώξεις, έστω και αν κανείς δεν ασχολείται μαζί του. Είναι ένας τρόπος για να προκαλεί την αντίδραση των φανατικών οπαδών. Είναι αυτονόητο όμως ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό να επιβάλει τις απόψεις του.
Διφορούμενη είναι η στάση του, όταν από τη μια υποστηρίζει το δημόσιο χαρακτήρα της Εκκλησίας στο εσωτερικό, ενώ από την άλλη στο εξωτερικό ακολούθησε το μοντέλο του ιδιωτικού οργανισμού για να ανοίξει το εκκλησιαστικό γραφείο στις Βρυξέλλες.
Γενικότερο φαινόμενο, ο ρεβανσισμός των θρησκευτικών θεσμών. Επιδιώκουν να μειώσουν τα μοντέρνα κεκτημένα και να θρησκειοποιήσουν τον κόσμο. Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι να τους αναγνωρίζονται τα «επαγγελματικά» δικαιώματα και ηγετική θέση στην κοινωνία, έστω και αν θα είναι μόνο συμβολική.
Η ευθύνη των πολιτικών είναι μεγάλη που βλέπουν κοντόφθαλμα, και δεν εκτιμούν την κατάσταση πραγματικά. Παρότι δεν έχει τόση δύναμη, όση δείχνει ότι έχει, εμφανίζεται ότι δήθεν προσδιορίζει το πολιτικό παιχνίδι. Αυτό συμβαίνει επειδή υπερεκτιμάται η δύναμή του.
Είναι απαραίτητο να κατανοηθεί ο κίνδυνος από τις αξιώσεις των θρησκευτικών θεσμών και να απαιτηθεί ο περιορισμός τους. Η θρησκευτική ελευθερία δεν επιτρέπει τέτοια θέση που διεκδικούν. Αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων των πολιτών. Πρέπει να οριοθετηθεί ο ρόλος τους, αφού δεν αυτοπεριορίζονται.