Wednesday, October 25, 2006

Παρουσίαση της «Μάστιγας του Θεού», Θεσσαλονίκη 31 Οκτωβρίου

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ


Σας καλούμε στην παρουσίαση του βιβλίου
του Μανώλη Βασιλάκη
«Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

Το βιβλίο θα παρουσιάσουν οι
Ανδρέας Ανδριανόπουλος
Αντώνης Μανιτάκης
Νίκος Μπίστης
Γιάννης Μπουτάρης
Ιωάννης Πέτρου
Συντονιστής:
Τραϊανός Χατζηδημητρίου

H εκδήλωση θα γίνει
την Τρίτη 31 Οκτωβρίου, ώρα 8.00 μ.μ.,
στο βιβλιοπωλείο-πολυχώρο
ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ «ΑΝΑΤΟΛΙΑ»
(Δημ. Γούναρη 39, απέναντι από την Καμάρα)

Εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ και ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ

Wednesday, October 18, 2006

Ο νταβατζής της κερκίδας (!)

Το παρακάτω κείμενο, με τον χαρακτηρισμό «νταβατζής» για τον Χριστόδουλο, είναι αναδημοσίευση από τελευταίο φύλλο του περιοδικού Ελεύθερη Πληροφόρηση που εκδίδει ο τέως μητροπολίτης Αττικής Νικόδημος. Αποτελεί μια εκ των ένδον κριτική στον Χριστόδουλο. Η οποία πιθανότατα να μη γραφόταν ποτέ αν μετείχε κι αυτός στη «συνοδική αριστοκρατία». Χωρίς φυσικά να προσυπογράφω τα ιδεολογικά της σημεία, βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα τα «πολιτικά» συμπεράσματα και την συνόψιση των πομπών του Χριστόδουλου, γι' αυτό και την παραθέτω ολόκληρη:

«Ιδιότυπη και πρόξενη πολλών ερωτηματικών, η δημοσιογραφική και τηλεοπτική διακίνηση του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου στην πασαρέλα της επικαιρότητας. Οι εμφανίσεις του, το θεματικό άνοιγμα των ανακοινώσεών του, η καυστικότητα των δηλώσεών του, η ακρισία των επικρίσεών του, η αυτάρεσκη, βέβηλη ταύτιση του προσώπου του με την Εκκλησία Ιησού Χριστού, η ακράτητη επιθετικότητά του ενάντια στις προσωπικότητες, που δεν υποκλίνονται, ταπεινά και δουλικά, στο είδωλό του, όλα προδίδουν την υποβαθμισμένη εκκλησιαστική ευαισθησία του και τη διογκωμένη εγωπάθειά του. Αυτοπροδίδεται, να αγαπάει και να επιδιώκει, αποκλειστικά και μόνο, την προβολή και τον εντυπωσιασμό. Ένα πρωταγωνιστικό, επικοινωνιακό ρόλο, δίχως σχέδιο δράσης και δίχως νεύρο ηγετικού δυναμισμού. Απονέμει, υπεροπτικά, στον εαυτό του, το χαρισματικό προνόμιο του εθνικού και κοινωνικού αναμορφωτή. Και δεν εγγράφει την παραμικρή παράγραφο ουσιαστικής προσφοράς στο βιβλίο της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας.
Η ροή των γεγονότων, η τομογραφία των παρεμβάσεών του και των εκρήξεών του και η αρχειοθέτηση στη λαϊκή μνήμη των ασύμβατων με το εκκλησιαστικό του αξίωμα συμπεριφορών του επιβεβαιώνουν, με εκπληκτική ενάργεια, ότι ενεργεί, κατ’ αποκλειστικότητα, από την υπερυψωμένη κερκίδα του άσχετου και ανεύθυνου νταβατζή. Φωνάζει. Μαίνεται. Ιδρώνει. Αλλά δεν κατηφορίζει στο στίβο του ενεργού μαχητή. Δεν μάχεται και δεν ματώνει στην αναμέτρηση με την αυλική του και με τη γύρω του φαυλότητα, που τη στιγματίζει από θέση απόμακρη. Και δε βάζει τα στήθη του, για να ανακόψει την «προδοσία» των θησαυρισμάτων της φυλής, που αποτελεί το ρεφρέν του μονότονου θρήνου του. Αρέσκεται να διατυπώνει, περιστασιακά και από απόσταση, τον ηχηρό δημοσιογραφικό και τηλεοπτικό του λόγο. Στοχεύοντας, όμως, πάντοτε στην αντίπερα όχθη. Στις επάλξεις των πραγματικών ή των υποθετικών «εχθρών της Εκκλησίας». Και πάντοτε για θέματα, για πρωτοβουλίες και για χειρισμούς, που δεν περνούν από τη δική του αρμοδιότητα και δε φορτίζουν το προσωπικό του δισάκι υπευθυνότητας.
Η βασική του διαλεκτική και ο μονόχνωτος, ανυποχώρητος, διαφημιστικός ισχυρισμός του είναι, πως, ως ηγετικό στέλεχος της Εκκλησίας, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να κρίνει τους πάντες και τα πάντα. Τις πρακτικές και τις διαπλοκές, που επηρεάζουν αρνητικά την καθημερινότητα του λαού και αλλοτριώνουν την ελληνοχριστιανική του ταυτότητα. Αλλά δεν επιχειρεί το επόμενο, τολμηρό βήμα. Να αναλάβει την ευθύνη και το κόστος του αγώνα. Και να συμβάλει, με συγκεκριμένους, δυναμικούς, παρεμβατικούς χειρισμούς του, στην ανάσχεση της διαφθοράς και στην αναμόρφωση των εθνικών ή των πολιτιστικών σχεδιασμών.
Και το σπουδαιότερο, που περνάει στη λαϊκή ψυχή, ως το τραγικότερο σύμπτωμα εκκλησιαστικής, εκφυλιστικής εκκοσμίκευσης. Ενώ, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος παρεμβαίνει πυκνά και με ακυβέρνητη βιαιότητα, στα θεσμικά κλιμάκια του κυβερνητικού, του παιδευτικού ή του αναπτυξιακού χώρου, ποτέ δεν εκφέρει λόγο αποκαλυπτικό ή επιτιμητικό, για τις ανωμαλίες και τις εκτροπές, που μεταποιούν τους ιερούς χώρους της εκκλησιαστικής διοίκησης σε αρένες παθών και σκοτεινών σκοπιμοτήτων. Μπροστά στις εκκλησιαστικές παρανομίες και τα ειδεχθή σκάνδαλα μένει άφωνος. «Στήλη αλός». Έστω και αν, η λαϊκή αγωνία, η έμπονη ερευνητικότητα του Ορθόδοξου ποιμνίου ή, ακόμα και η φιλοκατήγορη προκατάληψη των εκτός του εκκλησιαστικού περιβόλου ακροβολισμένων παρατηρητών, αναζητούν πληροφόρηση και έντιμη ενημέρωση για όλα, όσα σχεδιάζονται ή τεκταίνονται πίσω από τα βαρειά και σκοτεινά παραπετάσματα της Συνοδικής αριστοκρατίας.

Κατά την πρώτη, απρόσμενη, φάση της «λεκτικής», αρχιεπισκοπικής καταιγίδας (το δεύτερο εξάμηνο του 1998), καθώς ο λαός δεν είχε διαγνώσει τη μέθοδο και τη σκοπιμότητα της επικοινωνιακής πολιτικής του νέου προκαθήμενου, υπήρξε κάποια μερίδα πιστών, που ενθουσιάστηκε με τη θορυβώδη παρουσία του και χειροκρότησε, θεώρησε –για ένα κλάσμα του χρόνου– ότι ανατέλλει η ελπίδα της αποκοπής από τον φαύλο, παρασκηνιακό, εκκλησιαστικό αποκρυφισμό και της έμπρακτης επιστροφής στην Αποστολική και Πατερική διαφάνεια. Ο ενθουσιασμός, όμως και το κροτάλισμα των χεριών δεν άντεξαν για πολύ. και μόνη η ατέρμονη εξωστρέφεια του Χριστόδουλου, η «από καθέδρας» αναμαρτησίας και εξουσίας, αδιάκοπη, σκληρή επιτίμηση όλων, ανεξαίρετα, των παραγόντων του κοινωνικού γηπέδου, άρχισε να προκαλεί κόπωση και –στη συνέχεια– ένα κρεσέντο προβληματισμών.
Σήμερα, μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια δημόσιας προβολής του Χριστόδουλου ή, «κατ’ ακρίβεια», δημόσιας υστερίας του, κοινή διαπίστωση και καθολική παραδοχή είναι, πως, από την πρώτη μέρα της αναρρίχησής του στο θρόνο των Αθηνών, κινήθηκε ως «νταβατζής της κερκίδας». Με όραμα την αγορά αναγνώρισης, και με αντιγραφή του επικοινωνιακού προγράμματος δράσης, που εφαρμόζεται, σήμερα, στα χαμηλότερα κλιμάκια του πολιτικού και του επιχειρηματικού στίβου. Δε διανοήθηκε ή δε θέλησε ή δε διέθετε την ικανότητα, να λύσει προβλήματα. Και δεν το τόλμησε. Περιορίστηκε στην αντιγραφή του στυλ ενός μέτριου, λαοπλάνου, νταβατζή πολιτευτή. Έμεινε στην επίδειξη της χλιδής του και στην πρόκληση δημόσιου ντόρου γύρω από το όνομά του και τα πλασματικά χαρίσματά του. Εργαλείο του, ο λαϊκισμός. Στόχος του και καθημερινή του επιδίωξη, η εντύπωση. Η διαμόρφωση και η επιβολή ενός μαγικού ηγετικού προφίλ. Και η εκτόξευση, σε πρωτιά αχτύπητη και απροσπέλαστη, της «κατά κόσμο» δημοτικότητάς του.
Όλοι οι Έλληνες, ακόμα και αν δεν καταφέρνουν να καταλογογραφήσουν τις απανωτές, δημόσιες παρεμβάσεις του και να αναπλάσουν στη μνήμη τους το άνοιγμα της θεματικής του ψαλίδας, διατηρούν σταθερή στη συνείδησή τους την εικόνα του σκληρού, φλύαρου τιμητή, που, «εν παντί καιρώ και πάση ώρα», ακόμα και κατά την τελεσιουργία του φρικτού Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, με ύφος στυφό, εξαπολύει την οργή του και εκτοξεύει τις βαρειές-απαράδεκτες για την «Ωραία Πύλη» επιτιμήσεις του, ενάντια σε εκείνους, που τους θεωρεί περιφρονητές και καταλυτές των Εθνικών και των πνευματικών Παραδόσεων της φυλής μας. Και ενοχλούνται αφόρητα, όταν τον παρακολουθούν, να υπεραμύνεται του προνομίου της ελευθερίας της έκφρασης, και να παθαίνει αφλογιστία, όταν η λαϊκή βάση απαιτεί εκκλησιαστική διαφάνεια και τολμηρή, αποτελεσματική Συνοδική δράση.
Είναι εντυπωσιακή η βραχύτητα του χρόνου, που χρειάστηκε για να αποδειχθεί η πραγματικότητα. Το ότι ο Χριστόδουλος δεν ενδιαφέρεται να ανακόψει, με τις προσωπικές του θυσίες και με τους ηρωικούς(!!!) αγώνες του, την κοινωνική κατολίσθηση στην απονεύρωση των θεσμών και στην εξαχρείωση του ήθους. Και, ότι οι φωνές του και οι οργισμένες κορώνες του αποτελούν επικοινωνιακά τεχνάσματα, ενταγμένα στην προσπάθειά του, να στερεώσει σε υπερυψωμένο βάθρο το είδωλό του και να επικυρώσει την ταυτότητά του, ως ταυτότητα φωτισμένου κοινωνικού αναμορφωτή.
Αν ο Χριστόδουλος πονούσε και θρηνούσε ανυπόκριτα, για την έκλυση των ηθών και για τη μετάλλαξη των εθνικών μας οραμάτων, αν ενδιαφερόταν, ειλικρινά, να αντιπαλαίσει τη διαφθορά και να λύσει προβλήματα, που ταλανίζουν το λαό και αποπροσανατολίζουν τις διάδοχες γενιές μας, δε θα άλλαζε καθημερινά συνθήματα και δε θα περιοριζόταν στην ανώφελη, ηχηρή εξαγγελία των αναποτελεσματικών προγραφών του. Θα περιόριζε την ψαλίδα της διαμαρτυρίας του στα καίρια και απολύτως επείγοντα θέματα, θα μεθόδευε, προσεκτικά, τον αγώνα του. Θα μετάγγιζε τον παλμό της δικής του, ανήσυχης καρδιάς σ’ όλα τα ηγετικά στελέχη της Εκκλησίας, θα συνέπαιρνε, με την ειλικρίνειά του, με τον ενθουσιασμό του και με την αποφασιστικότητά του, τις πλατειές λαϊκές μάζες. Και θα σηματοδοτούσε αλλαγές και μεταστροφές.
Ο σκέτος, φραστικός και περιπτωσιακός καυτηριασμός των αδυναμιών και των εκτροπών, που αποτελούν συμπτώματα της σύγχρονης πολιτισμικής παρακμής, δεν αποτελεί εφεύρημα αποκλειστικό του σημερινού Αρχιεπισκόπου. Όπου να πας και όπου να σταθείς θα ακούσεις το διαπιστωτικό παραλήρημα και θα νιώσεις τον ιδρώτα της απογοήτευσης να αυλακώνει το πρόσωπό σου. Εκείνο, που λείπει, είναι η γενναιότητα και ο αγώνας. Ο συνεπής, ο αποφασιστικός, ο θυσιαστικός αγώνας. Η τίμια αναμέτρηση με τον ξεπεσμό και τη διαφθορά. Η αποτελεσματική πρόταξη της αλήθειας και του στήθους του αγωνιστή, για την προάσπιση των θησαυρισμάτων του γένους και των αξιών, που υφαίνουν την πνευματική εμπειρία του προσώπου και τροφοδοτούν την πνευματική ανθοφορία των λαών.
Ο Χριστόδουλος τέτοιο αγώνα ούτε διανοήθηκε να οργανώσει, ούτε αποτόλμησε να δρομολογήσει.

Την αθεράπευτη και προβληματική εξωστρέφεια του Χριστόδουλου, που βιώθηκε και χαρακτηρίστηκε σαν άστοχο, παιδιάστικο σκόρπισμα, «τήδε κακείσε», κούφιων καρυδιών, την επαλήθευσε, δίχως να έχει μια τέτοια πρόθεση, πριν λίγο καιρό, ένας από τους αυλικούς του δημοσιογράφους. Με ολοσέλιδο δημοσίευμά του στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», της 20ής Φεβρουαρίου του 2006, ο παλιός του φίλος και στενός συνεργάτης του, χειριστής του δημοσιογραφικού καλάμου, επιχείρησε να ανεβάσει τη δημοτικότητα του άρχοντά του, του Χριστόδουλου. Και εμφάνισε, σε ένα συνοπτικό πίνακα, όλο το εύρος των αρχιεπισκοπικών παρεμβάσεων, κατά την οκταετία 1998-2006. Ενώ, όμως, ταξινομεί τις παρεμβάσεις σε κεφάλαια και προσπαθεί να πείσει το αναγνωστικό του κοινό, ότι ο σημερινός εκκλησιαστικός ηγέτης διακατέχεται από μια εκλεπτυσμένη ευαισθησία και αναλαμβάνει στους αρχιερατικούς του ώμους τα βάρη και τους πόνους του λαού, αθέλητα και ανεπίγνωστα, του αφαιρεί τη λεοντή του αναμορφωτή και τον εμφανίζει ως τον νταβατζή της γειτονιάς.
Μεταφέρω τις καίριες θέσεις αυτού του άρθρου.
Τίτλος, βαρύγδουπος:
«Ιερές παρεμβάσεις Χριστόδουλου»
Υπότιτλος:
«Από το “κουσούρι” στα φακελάκια και από το Ευρωσύνταγμα στη φορολογική δικαιοσύνη, ο Αρχιεπίσκοπος έχει πολλές φορές ταράξει τα νερά διατυπώνοντας τις απόψεις του.
Η χθεσινή παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου κ. Χριστόδουλου για την προστασία της υγείας του λαού... και η άλλη παρέμβαση, την περασμένη Πέμπτη, για τους φοροελεγκτές... είναι oι δυο πιο πρόσφατες από αυτές που έχει κάνει κατά καιρούς σε διάφορα κοινωνικά ζητήματα...
Άλλες παρεμβάσεις ή λόγοι του που έκαναν αίσθηση:
[…]

Όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης μας, ο αυλικός δημοσιογράφος, δίνει ένα απλό περίγραμμα των ατέλειωτων –λεκτικών μόνο– παρεμβάσεων του Αρχιεπισκόπου στην καθημερινή πολιτική και κοινωνική εμπλοκή και στην τρέχουσα προβληματική. Και το κάνει αυτό, για να μας πει, ότι ο Χριστόδουλος δεν μένει άπραγος, ψυχρός παρατηρητής των εξελίξεων, αλλά διατυπώνει λόγο και άποψη και επηρεάζει, με τη φωτισμένη κρίση του και με τη μετρημένη πρότασή του, την εξέλιξη των γεγονότων.
Εκείνο, που δεν άγγιξε ο εξαρτημένος, κόλακας δημοσιογράφος, και δεν μας το ιστόρησε, είναι ο αγώνας, που έκανε ο προϊστάμενός του, για τη δυναμική αντιμετώπιση και την επίλυση, έστω και ενός μόνο, από αυτά τα καυτά προβλήματα. Δραστηριοποιήθηκε, έστω και μια φορά, ο Αρχιεπίσκοπος, μετά τη διαπίστωση της ανωμαλίας και μετά τη δημόσια καταγγελία του για την εκτροπή ή για την κατάχρηση της εξουσίας; Και ποια ήταν η δράση του; Και ποια τα αποτελέσματα του αγώνα του;
Η άκρα σιωπή του δημοσιογράφου στα ερωτήματα αυτά, αποτελεί την ευγλωττότερη μαρτυρία, ότι oι φραστικές παρεμβάσεις του Χριστόδουλου ήταν, σε αριθμό, απροσμέτρητες, αλλά οι αγώνες του και τα επιτεύγματά του μηδενικά.

Και προχωρούμε στο καυτό, στο κυριολεκτικά εκρηκτικό κεφάλαιο του προβληματισμού.
Ο λαός, οι άμεσοι αποδέκτες του κατηγορητηρίου του και oι αποστασιοποιημένοι ακροατές της εκρηκτικής διαλεκτικής του, διερωτήθηκαν, πολλές φορές κατά τη Χριστοδουλική οκταετία και εξακολουθούν να διερωτώνται, γιατί έχει, σταθερά, καθηλωμένα τα βαρειά όπλα της επιθετικής τακτικής του μόνο προς τα έξω, προς τους εκτός του περιβόλου της Εκκλησίας υπεύθυνους ή ανεύθυνους παραγωγούς και καρπωτές του πλέγματος της διαφθοράς και δεν στοχεύει ποτέ και προς κανένα, από κείνους, που εισάγουν τη διαφθορά στην αυλή της Εκκλησίας και μολύνουν την αγιότατη παρεμβολή Της; Γιατί, καθημερινά, μέμφεται και στιγματίζει και στέλνει στο πυρ το εξώτερο όλους, από τον πρώτο Έλληνα πολίτη, ίσαμε τον τελευταίο, την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία, ολόκληρη την εκπαιδευτική κοινότητα, τους υπηρέτες του επιστημονικού εργαστηρίου και τους μεταφορείς των επιστημονικών επιτευγμάτων στην ευρύτατη ανθρώπινη οικογένεια, τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης και τους στυλοβάτες της δημόσιας διοίκησης, και δε βρίσκει ανακολουθία ή προδοσία στο στενό ή το ευρύτερο, δικό του, περιβάλλον, εκεί, που η ιερωσύνη και η αρχιερωσύνη βιώνονται –κάτω από το βλέμμα του και την ευλογία του– ως άθλημα άμετρου πλουτισμού ή ως διαδρομή εύκολης αναρρίχησης σε αξιώματα και σε τιμητικούς θρόνους;
Η απορία αυτή, με τον καιρό και με το συνεχές ανέβασμα των τόνων από το στηλιτευτή Χριστόδουλο, εξελίχθηκε σε πρόβλημα πρώτου μεγέθους. Και έσυρε, με βίαιη και αποφασιστική κίνηση, τον επικριτή Αρχιεπίσκοπο από την κερκίδα της ανεύθυνης δριμύτατης κριτικής του στο εδώλιο της προσωπικής ευθύνης και της υποχρεωτικής λογοδοσίας.
Και τα ερωτήματα πέφτουν βροχή. Γιατί ο Χριστόδουλος εναβρύνεται να σέρνει, εκβιαστικά, προς το φως της δημοσιότητας τις ξένες παρανομίες και τις ξένες ντροπές και δεν αισθάνεται προσωπικά υπόλογος έναντι του συνόλου της ελληνικής και, γενικότερα, της πανορθόδοξης κοινωνίας, για τα δικά του «εγκλήματα» και για τις ανεπίτρεπτες εκτροπές των προσώπων του περιβάλλοντος του; Γιατί αρέσκεται να διαπομπεύει τα «εν γνώσει ή εν αγνοία» παραπτώματα και τις φανερές ή κρυφές διαπλοκές της κοσμικής διοίκησης και δεν υπολογίζει, ότι, κατ’ αντιστοιχία, το ερευνητικό δαιμόνιο και η ακράτητη κακογλωσσιά βρίσκονται πάντοτε καθηλωμένα στις παρανομίες, στις ασυδοσίες και στις πράξεις της ξεδιάντροπης διαφθοράς, που καταβρωμίζουν και αποδιοργανώνουν τα Συνοδικά και τα αρχιεπισκοπικά ενδιαιτήματα;
Τα ερωτήματα αυτά και τα συνακόλουθα αιτήματα, αναπάντητα επί ολόκληρη οκταετία και ανικανοποίητα, έκαναν τις δημόσιες παρεμβάσεις του Χριστόδουλου να μοιάζουν με επαναλαμβανόμενη θεατρική επιθεώρηση, που γελοιοποιεί και στηλιτεύει, εύστοχα ή αδέξια, τις επιπολαιότητες και τις παρανομίες του κλιμακίου της δημόσιας εξουσίας και τον ίδιο να εμφανίζεται στη σκηνή της τηλεοπτικής προβολής, μόνο, σαν ο πρωταγωνιστής της παράστασης. Ο νταβατζής. Ο ανεπίγνωστος και ανεύθυνος κουτσομπόλης.

Το απρόσμενο και ιστορικά πρωτότυπο, είναι τούτο. Την καταιγίδα των εξωστρεφών, νταβατζίδικων, Χριστοδουλικών επικρίσεων, ήρθε να παγώσει και να φρενάρει η δημοσιογραφική και τηλεοπτική καταιγίδα του πρώτου εξαμήνου του 2005, που ξεσήκωσε, ομόφωνη, την ελληνική κοινωνία, ενάντια στη διαφθορά της σημερινής εκκλησιαστικής ηγεσίας και δρομολόγησε τη λαϊκή οργή στο πρόσωπο και στις αδυναμίες του κεντρικού μοχλού της Συνοδικής Οργάνωσης, στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο.
«Κουσούρια», που ήταν πασίγνωστα σ’ όλα τα μέλη της αρχιερατικής οικογένειας και διατηρούνταν στην κατάψυξη και στη σιωπή, ανατροπές της Κανονικής εκκλησιαστικής τάξης, που δρομολογήθηκαν βίαια, για να εξυπηρετήσουν την εγωπάθεια και τη φιλοπρωτία της εξουσιαστικής ολιγαρχίας, καταχρήσεις και ιδιοποιήσεις του ιερού, εκκλησιαστικού χρήματος, που επιπολάζουν στα Μητροπολιτικά διοικητήρια, ξεχύθηκαν «κρουνηδόν» από τα τηλεοπτικά παράθυρα και καταβρώμισαν τις λεωφόρους και τις ατραπούς της καθημερινότητας. Τα πληροφορήθηκαν, τα έκριναν και τα σιχάθηκαν οι φίλοι και oι αντίπαλοι. Εκείνοι, που δρασκελίζουν το κατώφλι της Εκκλησίας με πατησιά έντρομη και με χτύπο καρδιάς δηλωτική της έξαρσης και της αφοσίωσης. Και εκείνοι, που αποστρέφουν το βλέμμα από τον Ιερό Χώρο, αλλά δεν παύουν να το περιφέρουν στις χωματερές των εκκλησιαστικών απόβλητων. Όλοι παρακολούθησαν τις αποκαλύψεις και το διασυρμό. Όλοι έμαθαν, με μοριακή λεπτομέρεια, τα κουσούρια και τις παρασκηνιακές δολοπλοκίες και τις χοντρές παρανομίες της «κραγμένης» πλειονότητας των σημερινών εκκλησιαστικών ταγών. Και όλοι σήκωσαν σημαία διαμαρτυρίας και απαίτηση κάθαρσης στον ιερό περίβολο της ελληνικής Εκκλησίας.
Και ο Χριστόδουλος;... Τι περιμένατε να κάνει; Ή, τι μπορούσε να κάνει;
Στην αρχή, έπαιξε θέατρο. Όπως το συνηθίζει. Βγήκε στην τηλεοπτική εξέδρα και δήλωσε, ότι αναλαμβάνει την ευθύνη του εγγυητή της κάθαρσης. Με ύφος προσποιητά θλιμμένο, ομολόγησε, ότι υπάρχουν σκάνδαλα και παρανομίες στο Συνοδικό του περίγυρο και υποσχέθηκε, ότι θα κινήσει όλες τις Κανονικές και Νόμιμες διαδικασίες, για να τιμωρηθούν οι ένοχοι και για να καθαρίσει το πάνσεπτο θυσιαστήριο από τα μιάσματα.
Την επόμενη, όμως, μέρα, λησμόνησε και τις ομολογίες του και τις υποσχέσεις του. Δρομολόγησε πλασματικές ανακρίσεις. Υπόγραψε «σκηνοθετημένες» Συνοδικές αποφάσεις, που αμνήστευαν τα σκάνδαλα και εξύψωναν τους σκανδαλοποιούς. Έφερε τα πάνω-κάτω και τα κάτω-πάνω, για να κρύψει τη βρωμιά του περιβάλλοντός του και για να περισώσει τους καταξεσκισμένους και καταλερωμένους μανδύες της ομάδας των «εκλεκτών» του.
Η συμπεριφορά αυτή σηματοδότησε το Βατερλώ του Χριστόδουλου. Απέδειξε, περίτρανα, πως δεν είναι ο κυματοθραύστης της κοινωνικής διαφθοράς, αλλά ο παραγωγός και αναπαραγωγός της. Πως δεν κρατάει, με πάθος αγνισμένης ψυχής, τη σημαία του αγώνα ενάντια στον πνευματικό και εθνικό αποπροσανατολισμό και στην εκμετάλλευση και στην ηθική διαστροφή και στην αποχαλίνωση, αλλά παίζει θέατρο, με στόχο τη λαϊκή επικρότηση και το χειροκρότημα. Πως δε βαδίζει στα ίχνη των Πατέρων μας, αλλά στις πατημασιές των λαοπλάνων και εξανδραποδιστών, που υφαίνουν τον χιτώνα των εντυπώσεων και προσπαθούν να καλύψουν μ’ αυτόν τη γυμνότητα των ψυχών τους.
Φίλοι αναγνώστες, θαυμάστε την αποκάλυψη της υποκρισίας. Ο Κύριός μας είπε: «ου γαρ εστί κρυπτόν ό ου φανερόν γενήσεται, ουδέ απόκρυφον ό ου γνωσθήσεται και εις φανερόν έλθη» (Λουκ. η΄ 17). Κανένα παραπέτασμα δεν είναι ικανό να καλύψει τη δολιότητα της ψυχής και την υστερόβουλη διαχείριση του υπεύθυνου λειτουργήματος. Καμμιά πράξη ανατροπής του ηθικού νόμου και ντροπής δε θα μείνει οριστικά στο σκοτάδι του συνειδησιακού κρυψώνα. Θα ρθεί στιγμή, που θα φανερωθεί, που θα ξεσηκώσει την πάνδημη κατακραυγή και που θα καταστήσει αποδιοπομπαίο το δράστη.
Τούτη τη στιγμή, ο λαός τα γνωρίζει όλα. Και τα έχει απομυθοποιήσει όλα. Ο μόνος, που καμώνεται πως δε τα γνωρίζει ή πως δεν λούζεται τον πανελλαδικό διασυρμό του, είναι ο Χριστόδουλος.
Ο Αρχιεπίσκοπος «Αθηνών και πάσης Ελλάδος»(!!!), εξακολουθεί να στέκεται στην επίσημη κερκίδα του, να κραυγάζει και να αυτοδιαφημίζεται.
Σηκώνει το λάβαρο της αγίας Λαύρας, ως σύμβολο επανάστασης. Και το κάλεσμά του έχει την ιδιότυπη σημαντική του: Σκύψτε τα κεφάλια και προσκυνείστε με.
Βγαίνει στο μπαλκόνι της αυτοπροβολής, απευθύνεται στον σκανδαλισμένο λαό και διατυμπανίζει: Είμαι ο εγγυητής της εκκλησιαστικής κάθαρσης. Και μπαίνοντας μέσα, ρωτάει τους δικούς του: Έχουμε άλλους τέτοιους, για να τους ανυψώσουμε σε ηγετικά στελέχη της Εκκλησίας; Αν δεν έχουμε, να κάνουμε εισαγωγή από την Αμερική.
Από κάτω, από το συναγμένο πλήθος, ακούει τη δυναμική αντίδραση και την έκκληση του πόνου: Στείλε μας ποιμένες, που θα μας δείξουν αγιασμένο παράδειγμα και θα μας οδηγήσουν με σοφία και σύνεση στην αγάπη του Θεού. Και εκείνος, σχεδιάζει την αυριανή του απάντηση: Θα σας στείλω εκείνους, που σεις τους χαρακτηρίσατε ρετάλια και τους διώξατε με βιαιότητα. Γιατί είναι πρόσωπα της εμπιστοσύνης μου και της αγάπης μου. Και σεις, διαμαρτυρηθείτε, όσο θέλετε. Φωνάξετε, όσο μπορείτε. Δε θα επιτρέψω ποτέ την εισβολή σας στην αίθουσα των αρχιερατικών εκλογών και την παρέμβασή σας στη δική μου, προνομιακή αρμοδιότητα.
Σ’ αυτή τη φάση της τραγικής εξέλιξης των εκκλησιαστικών μας πραγμάτων βρισκόμαστε σήμερα».

Στο ίδιο φύλλο σημειώνονται:
1.
Η συγκάλυψη από τη χριστοδουλική ιεραρχία της υπόθεσης υπεξαίρεσης χρημάτων της Μονής Εφραίμ από τον πρώην μητροπολίτη Αττικής Παντελεήμονα Μπεζενίτη, για την οποία του επεβλήθη προσφάτως οκταετής κάθειρξη. Παρατίθεται απόσπασμα επίσημης κατάθεσης-αναφοράς, από τις 5 Οκτωβρίου 1998, της τότε ηγουμένης του μοναστηριού στην Ιερά Σύνοδο.
2. Η περίπτωση Γιοσάκη, ο οποίος εμπλέκεται στο δικαστικό κύκλωμα και είναι προφυλακισμένος. «Και παρόλα αυτά εξακολουθεί να κυκλοφορεί με το ράσο του στα ανακριτικά γραφεία, στις δικαστικές αίθουσες και στα καταστήματα των φυλακών, χωρίς καμμία μέχρι τώρα εκκλησιαστική συνέπεια. [] Εν τούτοις δεν είδαμε μέχρι σήμερα κανένα Εκκλησιαστικό Δικαστήριο να επιλαμβάνεται στην ουσία και να κρίνει για τις συμπεριφορές εκείνες, που φέρονται ότι άπτονται κανονικών παραπτωμάτων. [] Ενόψει αυτών εύλογα έρχεται το ερώτημα. Μήπως δεν ήθελε ή μήπως δεν μπορούσε; Και η διάζευξη αυτή στο ερώτημα εντείνει έτι περαιτέρω τον προβληματισμό».
3. Η περίπτωση Βαβύλη, ο οποίος συντάραξε «το πανελλήνιο για τις συμμετοχές του σε έκνομες δραστηριότητες και σε ύποπτες διαπλοκές “εν τε τη ημεδαπή και τη αλλοδαπή”, αλλά και για τις στενές διασυνδέσεις του με υψηλού βαθμού πρόσωπα του εκκλησιαστικού χώρου. Το πρόσωπο αυτό εξακολουθεί ακόμη και τώρα να εμφανίζεται δημοσίως στα ακροατήρια, στις φυλακές και στις τηλεοπτικές του παρουσίες φέροντας το ράσο και το σκούφο του μοναχού. Και για την περίπτωση αυτή διατυπώνεται και πάλι το ερώτημα. Είναι ποτέ δυνατόν το πρόσωπο αυτό με τα πολλά ονόματα, κοσμικά και εκκλησιαστικά, μετά τα όσα ειπώθηκαν και γράφηκαν, αλλά κυρίως μετά τις καταδίκες και φυλακίσεις του και μετά τις εν εξελίξει σοβαρές δικαστικές υποθέσεις, να εμφανίζεται ανενόχλητα, φέροντας ράσο; Και κάτι ακόμη. Εξακριβώθηκε από πού αντλεί το δικαίωμα της ρασοφορίας; Γιατί πολλά ακούσθηκαν. Και αν αυτό έγινε από όργανα (και ποια;) της ελλαδικής Εκκλησίας, έπρεπε αυτό να είχε γίνει γνωστό και αμέσως να ακολουθήσει ανάκληση της ρασοφορίας. Αν αυτό έγινε από όργανα έξω από το δικό μας εκκλησιαστικό χώρο, επιβάλλονταν να γίνουν πάραυτα οι δέουσες ενέργειες για την άμεση αφαίρεση του ράσου. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Και εδώ επαναλαμβάνεται η παραπάνω διαπίστωση. Η εκκλησιαστική ηγεσία ή δεν ήθελε ή δεν μπορούσε. Και το ένα ύποπτο και το άλλο επιλήψιμο».

περ. Ελεύθερη Πληροφόρηση, αρ. φύλλου 191, 16 Οκτωβρίου 2006